ἐπιποθῶ

ἐπιποθῶ
жажду

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ἐπιποθῶ" в других словарях:

  • επιποθώ — (Α ἐπιποθῶ, έω) 1. επιθυμώ επιπλέον, σφοδρά («τοῡτ’ ἐστὶν ὃ ἔτι ἐπιποθῶ», Πλάτ.) 2. επιζητώ με μεγάλη επιθυμία 3. λυπάμαι για την στέρηση, αποζητώ …   Dictionary of Greek

  • ἐπιποθῶ — ἐπιπίνω drink afterwards aor subj pass 1st sg (attic epic doric) ἐπιποθέω desire besides pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπιποθέω desire besides pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπιποθέω desire besides pres subj act 1st sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιποθία — ἐπιποθία, ἡ (Α) [επιποθώ] επιθυμία, λαχτάρα («ἐπιποθίαν δὲ ἔχων τοῡ ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • επιπόθησις — ἐπιπόθησις, ἡ (Α) [επιποθώ] έντονη επιθυμία, πόθος, λαχτάρα («ἀναγγέλλων ἡμῑν τὴν ὑμῶν ἐπιπόθησιν», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • επιπόθητος — ἐπιπόθητος, ον (AM) [επιποθώ] μσν. (για πράγμ.) αρεστός, λαχταριστός («ὁ ἐπιπόθητος ὄντως οὗτος ἰχθύς», Ευστ.) αρχ. 1. περιπόθητος, επιθυμητός, αγαπημένος 2. ανεκπλήρωτος, αυτός που ποθεί κάποιος επειδή δεν πραγματοποιήθηκε. επίρρ... ἐπιποθήτως… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»